- μυελικός
- -ή, -ό [μυελός](ανατ. -ιατρ.)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νωτιαίο μυελό ή τον μυελό τών οστών («μυελική νόσος»)2. φρ. α) «μυελική αύλακα» — η πρώτη καταβολή τού κεντρικού νευρικού συστήματος τού έξω βλαστικού δέρματος στο έμβρυοβ) «μυελικός κώνος» — η κατώτερη μοίρα τού νωτιαίου μυελού, από την οποία εκφύονται τα κοκκυγικά νεύραγ) «μυελική πλάκα» ή «μυελική ταινία» — η αρχική φάση τής μυελικής αύλακαςδ) «μυελικός σωλήνας» — η φάση τής διάπλασης τού κεντρικού νευρικού συστήματος κατά την οποία τα χείλη τής μυελικής πλάκας κλείνουν και σχηματίζουν σωλήνα.
Dictionary of Greek. 2013.